πεταλωτός

πεταλωτός
-ή, -ό
αυτός που έχει σχήμα πετάλου, πεταλοειδής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πεταλωτός — ή, όν, Α αυτός που έχει σχήμα ανοιχτού πετάλου άνθους, πολύ ωραίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέταλον + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”